διαπιστώνω — διαπιστώνω, διαπίστωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπιστώνω — (AM διαπιστῶ, όω) 1. εξακριβώνω, βεβαιώνομαι μετά από έρευνα και έλεγχο ότι κάτι είναι αναμφισβήτητα αληθινό και ακριβές … Dictionary of Greek
διαπιστώνω — διαπίστωσα, διαπιστώθηκα, διαπιστωμένος, ανακαλύπτω, εξακριβώνω και επιβεβαιώνω κάτι βάσει εμπειρίας ή παρατήρησης: Διαπιστώθηκε ο θάνατός του μετά την ιατρική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαπίστωτος — η, ο [διαπιστώνω] αυτός που δεν διαπιστώθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, ο ανεπιβεβαίωτος … Dictionary of Greek
ακριβώ — ἀκριβῶ ( όω) (ΑΜ) 1. ερευνώ προσεκτικά, είμαι βέβαιος, διαπιστώνω, εξακριβώνω 2. (και παθ. και μσν. το μέσ.) ανταποκρίνομαι σε κάτι με ακρίβεια, είμαι ακριβής ή τέλειος αρχ. 1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, κατασκευάζω κάτι τέλειο 2. τακτοποιώ,… … Dictionary of Greek
βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
διαπιστώ — (I) διαπιστῶ ( έω) (AM) [απιστώ] 1. δυσπιστώ εντελώς 2. μέσ. δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. (II) βλ. διαπιστώνω … Dictionary of Greek
επιβλέπω — (AM ἐπιβλέπω) παρακολουθώ με υπευθυνότητα την εκτέλεση μιας εργασίας, εποπτεύω αρχ. μσν. 1. βλέπω ευνοϊκά, στρέφω τα μάτια μου με ευμένεια 2. κοιτάζω προσεκτικά 3. αποδίδω σημασία, υπολογίζω μσν. βλέπω αρχ. 1. διαπιστώνω 2. βλέπω προς τα πάνω ή… … Dictionary of Greek
επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… … Dictionary of Greek
καταλαχαίνω — (Μ) 1. συναντώ 2. (αμτβ.) α) τυχαίνει να βρίσκομαι κάπου β) διαπιστώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καταλαγχάνω] … Dictionary of Greek